- φαρμακοτεχνικός
- η , ό[ν] 1. фармацевтический;2. (ο ) фармацевт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρμακοτεχνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φαρμακοτεχνία 2. το αρσ. ως ουσ. ο φαρμακοτεχνικός ο φαρμακοτεχνης 3. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακοτεχνική φαρμακοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακοτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
φαρμοκοτεχνικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με τη φαρμακοτεχνία (βλ. λ.), με τις τεχνικές μεθόδους της φαρμακευτικής: Φαρμακοτεχνικό εργαστήριο. 2. το αρσ. ως ουσ., φαρμακοτεχνικός ο φαρμακοτέχνης (βλ. λ.). 3. το θηλ. ως ουσ., φαρμακοτεχνική φαρμακοτεχνία (βλ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)